θησαυρός

θησαυρός
ο
1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό.
2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό.
3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας.
4. άνθρωπος ανώτερος, με πολλά χαρίσματα και αγαπητός: Πήρε μια γυναίκα θησαυρό.
5. φρ., «άγνωστος ή κρυμμένος θησαυρός», αφανής αξία· «άνθρακες ο θησαυρός», λέγεται όταν διαψεύδεται κάποια ελπίδα· «θησαυρέ μου», έκφραση τρυφερότητας· «θησαυρός της ελληνικής γλώσσας», μεγάλο λεξικό.
6. μικρό οικοδόμημα στην αρχαιότητα όπου φυλάγονταν αφιερώματα μεγάλης αξίας: Θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θησαυρός — store masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… …   Dictionary of Greek

  • θησαυροῖο — θησαυρός store masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῖς — θησαυρός store masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῖσι — θησαυρός store masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροί — θησαυρός store masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρέ — θησαυρός store masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”