- θησαυρός
- ο1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό.2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό.3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας.4. άνθρωπος ανώτερος, με πολλά χαρίσματα και αγαπητός: Πήρε μια γυναίκα θησαυρό.5. φρ., «άγνωστος ή κρυμμένος θησαυρός», αφανής αξία· «άνθρακες ο θησαυρός», λέγεται όταν διαψεύδεται κάποια ελπίδα· «θησαυρέ μου», έκφραση τρυφερότητας· «θησαυρός της ελληνικής γλώσσας», μεγάλο λεξικό.6. μικρό οικοδόμημα στην αρχαιότητα όπου φυλάγονταν αφιερώματα μεγάλης αξίας: Θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.